ναυάγιο, τό
Ερμηνεία:
[τα ναυάγια][το καταβυθισμένο ή προσαραγμένο με βίαιο τρόπο πλοίο ή σκάφος, το λείψανο ενός βυθισμένου ή προσαραγμένου πλοίου. Μεταφ. Ο κατεστραμμένος ή αυτός που έχει συντριβεί κοινωνικά, ηθικά, ψυχολογικά οικονομικά, ο ξεπεσμένος, ο αποτυχημένος]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) ναυηγός (αυτός που συντρίβει το πλοίο του) < ναῦς, της νεώς, την ναῦν, αι νῆες, των νεῶν, τας ναῦς (το πλοίο) +-ἀγός < ἄγνυμι (σιντρίβω, σπάζω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια,… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|